Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Απελπιστικά ανθρώπινος

Πολλά έχουν γραφτεί και γράφονται και θα συνεχίσουν να γράφονται για τον κοινωνικό άνθρωπο. Τόσα πολλά που κατάφεραν να θάψουν και να αποκρύψουν ολότελα τον “άλλο άνθρωπο”, αυτόν που εγώ αποκαλώ “συμπαντικό”. Ο κοινωνικός άνθρωπος δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τον συμπαντικό άνθρωπο που κρύβεται από τον εαυτό του. Κρύβεται καταρχάς, διαχέοντας το εγώ του στον κοινωνικό του περίγυρο και κρύβεται αποκρύπτοντας από τον εαυτό του την συμπαντική του διάσταση.

Η καλύτερη κρυψώνα του είναι οι πόλεις. Όσο πιο μεγάλες, αχανείς, πολύβουες και πολύφωτες, τόσο το καλύτερο. Οι πόλεις δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από την ψευδαίσθηση ενός ανθρώπινου σύμπαντος. Είναι το σκηνικό όπου ο άνθρωπος παίζει το θέατρο της μονομερούς ύπαρξής του, δηλαδή της μονοδιάστατης κοινωνικότητάς του. Τα μεγάλα κτίρια, ο ασίγαστος θόρυβος, ο διαρκής φωτισμός, του κρύβουν περίτεχνα τον κόσμο, σβήνουν τα ίχνη του σύμπαντος, εξαφανίζουν το αχανές και άπειρο, το σκοτεινό και ανεξερεύνητο, το πέρα από και το χωρίς όρια άγνωστο.

Μέσα στις πόλεις η συνείδηση του ανθρώπου γίνεται η συνείδηση του περίκλειστου όντος. Ή μάλλον, του αυτιστικού όντος, που αποκλεισμένο από το σύμπαν, με μια συνείδηση που κουτουλάει διαρκώς στην απαίσια σκηνογραφία του αχανούς κελιού του και του επιστρέφει αποκλειστικά ένα ανθρώπινο σύμπαν, ένα σύμπαν τεχνητό και για αυτό ψεύτικο - γυρίζει διαρκώς γύρω από τον εαυτό του.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον είναι απολύτως λογικό το ότι ο άνθρωπος έχει οριστικά απολέσει την θρησκευτικότητά του, δηλαδή την έκπληξη του μυστηριώδους κι ανεξήγητου παντός. Και δεν αναφέρομαι στην πίστη σε ένα δόγμα, αλλά στην αποδοχή του μυστηρίου, δηλαδή την αβάσταχτη φαντασμαγορία του κόσμου. Αυτός, που ως μοναδικός από όλα τα πλάσματα, στάθηκε κάποτε εκστασιασμένος μπροστά στο θαύμα του κόσμου, ρίχνοντας μια “θηριώδη εποπτική ματιά” που παρόμοιά της πλάσμα άλλο δεν έριξε, έκλεισε τελικά  τόσο τον φακό της αντίληψής του που αδυνατεί πλέον να δει πέρα από τον εαυτό του. Δηλαδή πέρα από τον κόσμο που ο ίδιος δημιούργησε. Και κοιτάζοντας τον εαυτό του, δεν μπορεί πια να δει σε αυτό τίποτα το “θεϊκό”.

Ο συμπαντικός άνθρωπος, δηλαδή αυτή η μικρή κουκίδα στο αχανές σύμπαν, έχοντας πλήρη γνώση της ασημαντότητας του κατάφερε να γίνει τόσο μεγάλος - όσο δηλαδή απαιτούσε η συμπαντική του διάσταση - που έγινε δημιουργός. Αυτό το ασήμαντο ον κατάφερε να δημιουργήσει θεούς και θεότητες που έβαλαν για λογαριασμό του σε μια τάξη το άτακτο και άναρχο σύμπαν - για να τους “σκοτώσει” αργότερα και να βολευτεί στον μικρόκοσμο της ασημαντότητάς του. Σκοτώνοντας του θεούς του, έκοβε ταυτόχρονα και τον ομφάλιο λώρο που τον ένωνε με την αβάσταχτη φαντασμαγορία του κόσμου, καταργώντας έτσι μια για πάντα την συμπαντική του διάσταση και μένοντας πλέον αιωνίως ανάπηρος, αιωνίως μικρός, αιωνίως - μονοδιάστατα κοινωνικός. Δηλαδή, απελπιστικά ανθρώπινος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: