Σιγά, σιγά η Λευκωσία είχε καταντήσει μια απογοήτευση. Μια κακή αντιγραφή όλων των πιθανών και απίθανων αρνητικών της Αθήνας, με την απαραίτητη στρέβλωση και την κακομούτσουνη μορφή που παίρνουν συνήθως όλα όσα αντιγράφουμε. Μου λένε πως παλιότερα οι άνθρωποι ήταν φιλικοί και φιλόξενοι. Εγώ εκείνους τους ανθρώπους δεν τους γνώρισα, παρά μόνον τους σύγχρονους μεταλλαγμένους - και αυτοί ούτε φιλικοί, ούτε φιλόξενοι είναι. Αντιθέτως, είναι αγενείς όσο και οι κάφροι των Αθηνών και μάλιστα χωρίς τη χάρη και τον αλέγκρο χαρακτήρα των απαράδεκτων από κάθε άποψη Αθηναίων πρώην συμπολιτών μου. Αγενείς και αμπάλατοι που λένε εδώ. Δηλαδή, δύστροποι και δύσθυμοι. Και με επικίνδυνη έλλειψη χιούμορ.
Η απόφασή μου να φύγω από την Αθήνα, μου επιβλήθηκε ως ανάγκη γιατί δεν άντεχα άλλο, όχι την πόλη καθεαυτήν, που ακόμα και μετά από τόση και τόση κακοποίηση που έχει υποστεί από τους άξεστους κατοίκους της, διατηρεί μια ομορφιά που δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με άλλη πόλη στον κόσμο - έφυγα λοιπόν όχι γιατί δεν άντεχα άλλο την πόλη, αλλά τους κατοίκους της. Έλληνες και ξένους. Που οι μεν συναγωνίζονται τους δε σε ασχήμια. (Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά δεν κλείνω τα μάτια μου, ούτε λογοκρίνω τα λόγια μου, λέγοντας άλλα όταν μιλώ με φίλους και γράφοντας άλλα, όπως κάνουν οι πλείστοι των αρθρογράφων, συγγραφέων και μπλόγκερ που γνωρίζω ή έχω γνωρίσει. Οι ξένοι των Αθηνών, από αισθητική άποψη, είναι για μένα η σταγόνα της ασχήμιας που ξεχείλισε το ποτήρι αυτής της κακοποιημένης πόλης. Όχι, δεν φταίνε αυτοί, ούτε και είναι σε θέση να γνωρίζουν πως έφτασαν σε μια πόλη που οι κάτοικοί της είχαν ήδη ασχημονήσει πάνω στο κορμί της σε τέτοιο βαθμό, που η δική τους αισθητική κακοφωνία να είναι τόσο κραυγαλέα πλέον, που γίνεται ανυπόφορη. Υπάρχουν στον κόσμο πόλεις οργανωμένες, με βαθιά ριζωμένη κουλτούρα, λειτουργικές και τόσο προσεκτικά δομημένες, που η πολυχρωμία των πληθυσμών είναι μια αισθητική νότα αισιοδοξίας - σχεδόν σαν την πινελιά που ολοκληρώνει την ομορφιά του πίνακα. Η Αθήνα δεν είναι μια απ’ αυτές.)
Αυτή την ασχημοσύνη των κατοίκων σε μια πόλη, που είναι τόσο πιο μεγάλη και πιο λυπηρή, όσο πιο όμορφη και ευαίσθητη είναι μια πόλη, τη συνάντησα και στη Λευκωσία. Όπως οι Αθηναίοι, έτσι και οι Λευκωσιάτες, αγαπούν την πόλη τους μόνον όσο τους επιτρέπει να την καταστρέφουν. Όσο τους δίνει τη δυνατότητα να την βασανίζουν και να την εξευτελίζουν. Οι πιο ευαίσθητοι από αυτούς βγαίνουν και κραυγάζουν (σωστά) και διαμαρτύρονται όταν η Εκκλησία αποφασίζει να φτιάξει έναν καθεδρικό στην παλιά πόλη ( κατά έναν περίεργο τρόπο οι ευαίσθητοι αυτοί εξαντλούν την ευαισθησία τους μόνο στην παλιά, “μουσειακού” χαρακτήρα πόλη, λες και η υπόλοιπη πόλη δεν αξίζει την ευαισθησία τους), αλλά κλείνουν ερμητικά το στόμα και τα μάτια τους όταν μια τράπεζα π.χ. αναγείρει ένα έκτρωμα στην καρδιά, τους πνεύμονες, ή τις αρτηρίες της - ίσως γιατί ένα υπερβολικά μεγάλο ποσοστό εξ αυτών είναι, ή ονειρεύονται να γίνουν, καλοπληρωμένοι και με εξαιρετικά ωφελήματα, τραπεζικοί υπάλληλοι. Οι υπόλοιποι είναι κυβερνητικοί υπάλληλοι. Και μερικοί σκόρπιοι ανάμεσά τους. Γιατί η Λευκωσία κατοικείται κατά κύριο λόγο από τραπεζικούς και κυβερνητικούς υπαλλήλους κι από τις καμαριέρες τους. Και όλοι γνωρίζουμε καλά το επίπεδο, το γούστο, την μόρφωση και τον χαρακτήρα της κυρίαρχης αυτής, υπαλληλικής τάξης.
Η αστυφιλία που χαρακτηρίζει όλους τους κατ’ ουσίαν υπανάπτυκτους λαούς, είναι ένας μαγνήτης που τραβά όλα τα ανάλαφρα, νεόπλουτα στρώματα προς την πόλη, αφήνοντας πίσω τα πιο βαριά, τα ριζωμένα στις συνήθειες και στον τρόπο ζωής του χωριού, στρώματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σε έναν τόσο μικρό τόπο όπως είναι η Κύπρος, σε απόσταση αναπνοής από την ασχήμια της πόλης και των κατοίκων της, να υπάρχουν διάσπαρτοι ακόμα μικροί, δροσεροί παράδεισοι, με χαμογελαστούς, πρόσχαρους ανθρώπους. Που λένε δυνατά καλημέρα το πρωί χαμογελώντας, που χτυπούν την πόρτα σου για να σε γνωρίσουν και να σε καλωσορίσουν στο χωριό τους, παρουσία του “μουχτάρη” και εκπροσώπων του κοινοτικού συμβουλίου, που σου φέρνουν φρέσκα αυγά και ντομάτες και αγγούρια και χαίρονται σαν παιδιά που κάθονται στην αυλή σου και τους κερνάς γλυκά του κουταλιού, σπιτικούς μπακλαβάδες, πίτες με φύλλο ανοιγμένο από τα χέρια σου και το πιο ειλικρινές και γεμάτο παιδικό ενθουσιασμό χαμόγελο.
Η Κύπρος υπάρχει, διατηρείται, αναπνέει και ζει, μόλις δεκαεφτά χιλιόμετρα μακριά από τη Λευκωσία! Η δική μου Κύπρος, εννοείται.
Παράρτημα: Της CYTA τα εννιάμερα
Βέβαια, όσο μακριά κι αν πας, το κράτος - Ουγκάντα (δεν αναφέρομαι στη χώρα, αλλά στο κράτος της, για όσους καταλαβαίνουν) που συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τρομάρα του!) σε ακολουθεί όπου κι αν πας, θέλεις, δεν θέλεις. Η υπέροχη αυτή υπαλληλική τάξη στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, καταφέρνει μια χαρά να χαλάσει τις μέρες σου όπου κι αν βρίσκεσαι. Μια αίτηση μεταφοράς τηλεφώνου από τις 27 Ιουλίου, που κατά μέσο όρο στην Ευρώπη χρειάζεται λίγες ώρες για να γίνει και σε πιο καθυστερημένες χώρες τρεις με τέσσερις εργάσιμες ημέρες, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, η περιβόητη και περιλάλητη CYTA, (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, για να μας δώσει γραμμή, λόγω του ότι εμείς οι (πουστό) καλαμαράδες είμαστε ξένοι υπήκοοι, (πακιστανοί και βάλε), μας κατακρατά ένα υπέρογκο ποσό για εγγύηση!) χρειάστηκε τέσσερις εβδομάδες, πολλές ώρες συνολικής αναμονής στα, άνω των δεκαπέντε, τηλεφωνήματά μας και μερικά κουτιά zanax, μέχρι να γίνει επιτέλους στις 18/08 η εγκατάσταση. Προσέξτε. Η εγκατάσταση, όχι η σύνδεση! Γιατί για αυτή χρειάστηκε ένας νέος γύρος, πιο έντονων αυτή τη φορά, τηλεφωνημάτων. Διότι τα σαΐνια τεχνικοί της ανεκδιήγητης αυτής υπηρεσίας κατάφεραν το ακατόρθωτο: να μπορούμε να καλούμε, αλλά να μη μπορούν να μας καλούν!!! Ναι, έτσι ακριβώς. Για δυο μέρες (και μετά από τέσσερις σχεδόν εβδομάδες αναμονή), μπορούσαμε μόνο να καλούμε, αλλά δεν μπορούσαν να μας καλούν. Τελικά, μετά από άλλα δύο πρωινά χαμένα στα τηλέφωνα και τις αναμονές και αφού εισπράξαμε πλήθος ασχέτων ερωτήσεων, εξηγήσεων και παραπομπών, σήμερα έδωσε η Παναγία και μπορούμε να καλούμε και να μας καλούν. Αλλά δεν μπορούμε να συνδεθούμε στο internet!.. Nαι, καλά το καταλάβατε. Για να καταφέρουμε να συνδεθούμε εδώ στο internet η CYTA χρειάζεται όσο χρόνο χρειάστηκε η σύνδεση Ρίου - Αντίριου. Και καινούργια τηλεφωνήματα, καινούργια κουτιά zanax, άλλη αναμονή. Αυτή τη στιγμή που γράφω αυτές τις σειρές, περιμένω από κάποια κυρία Έλενα (στην οποία με παρέπεμψε κάποια κυρία Κατερίνα, στην οποία με είχε παραπέμψει κάποια άλλη που είχε μια μεγάλη μπουκιά στο στόμα και μασούσε όταν μου μιλούσε!) που τη βρίσκουμε πληκτρολογώντας 132 - 1 - 4 και που αρνήθηκε να μου πει το επίθετό της, να μου απαντήσει πότε επιτέλους θα έχω internet. Α, και όλα αυτά, με μια χρέωση για την (ταχύτατη βέβαια) μεταφορά, περίπου (αν κάνω λάθος θα σας ενημερώσω μόλις έρθει ο λογαριασμός) 170 ευρώ!!! - Γιατρέ;