Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

“Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας”*


Κάποτε όλα τα φαιδρά θα έχουν τελειώσει
κι οι ψευδαισθήσεις σου θα έχουν μαραθεί
αργά ή γρήγορα θέλεις δεν θες κι εσύ θα νιώσεις
πως είναι δίκοπο μαχαίρι η ζωή
πως πριν εσύ τα όνειρά σου αποσώσεις
η γκιλοτίνα θά ‘χει πια περίτρανα στηθεί

Κι αν πήρες κάποτε κάποιου θυμού τ’ αλφαβητάρι
κι αν βρήκες λόγια να γλυκάνεις τον καημό
με τη σημαία σου στου κόσμου το παζάρι
και την ελπίδα σου σε φίλιο οχυρό
όσα ξεσκίσαν και σου πήραν οι κουρσάροι
χαθήκαν μάταια στου χρόνου τον ειρμό

Η αυγή θα φέρνει μια γλυκιά μελαγχολία
ήρεμη θάλασσα γίνεται κάποτε η οργή
μια άδεια πόλη, μια ξεχασμένη παραλία
ένα απόβραδο κάπου εκεί σε ξένη γη
νιώθεις να φεύγει σαν αχλή η αγωνία
και η παλιά καταραμένη προσμονή

Χωρίς ελπίδα και χωρίς πίστη καμία
λεύτερος πια και να μισείς και ν’ αγαπάς
μοναδική θα έχεις προσδοκία
αυτά που αγάπησες μέσα σου πάντα να κρατάς.

Είναι η ζωή μια ονειροβασία
που αν αψηφήσεις γίνεται βραχνάς

*Γιώργος Σεφέρης

"Όλοι οι γύφτοι μια γενιά"

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Εκμισθώσεις ιδεολόγων

Το ότι η μισθωτή εργασία είναι μια σύγχρονη μορφή δουλείας, δεν το έχω πει εγώ φυσικά. Το έχει πει ο Μαρξ, το έχουν γράψει αναρχικοί και σοσιαλιστές συγγραφείς και στοχαστές και το έχει τονίσει με τον δικό του, μοναδικό τρόπο, ο Νίτσε:  “ Είναι ντροπή να πιστεύουμε ότι με μια υψηλότερη αμοιβή μπορεί να αρθεί η ουσία της αθλιότητάς τους , δηλαδή η απρόσωπη υποδούλωσή τους ! Είναι ντροπή να αφήνουμε να μας πείθουν με φλυαρίες ότι με μια επίταση αυτής της απροσωπίας , στο εσωτερικό της μηχανικής λειτουργίας μιας κοινωνίας , μπορεί να κάνει αρετή την ντροπή της δουλείας ! Ντροπή να έχει μια τιμή με αντάλλαγμα το να γίνεσαι βίδα αντί να μένεις πρόσωπο!..”

Ο λόγος που επέλεξα να παραθέσω εδώ το απόσπασμα του Νίτσε, αντί κάποιου άλλου, είναι ακριβώς διότι απεικονίζει επακριβώς το αποτέλεσμα της διαδικασίας στην οποία υπεισέρχεται ο μισθωτός: μετατρέπεται από πρόσωπο, σε βίδα. Ένα ακόμα εξάρτημα δηλαδή στα γρανάζια μιας καλοστημένης μηχανής. Δεν χάνει δηλαδή απλώς την ελευθερία του, πουλώντας όσο, όσο τον εαυτό του, αλλά μετατρέπεται από πρόσωπο, σε εξάρτημα - με ότι αυτό συνεπάγεται για την προσωπικότητά του και κατ’ επέκταση για το πνεύμα και τη διάνοιά του.

Ωστόσο, αν και η εξάρτηση, τόσο υλική, όσο και πνευματική, από την εργασία είναι για τον σύγχρονο δούλο τόσο μεγάλη, που αναπόφευκτα καθορίζει την προσωπικότητα και τον τρόπο σκέψης του (μια προσωπικότητα που βασίζεται στην αναντίρρητη αποδοχή της ανάγκης), ο ελεύθερος χρόνος που μετά από μακρόχρονους αγώνες κατάφερε να έχει στη διάθεσή του, μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να είναι μια όαση όχι τόσο για τη σωματική του ξεκούραση, όσο για την εκγύμναση της διάνοιάς του, ώστε να καταφέρει να διατηρήσει ένα μέρος του προσώπου του, πριν αυτό μετατραπεί εξ ολοκλήρου σε βίδα. Αν και σπάνιο, τυγχάνει κάποτε ένας μισθωτός να υπάρχει και σαν πρόσωπο και όχι αποκλειστικά σαν βίδα. (Και φυσικά, αυτό αφορά αποκλειστικά τους απλούς εργαζόμενους και όχι τους “καριερίστες” οι οποίοι είναι μια ειδική κατηγορία αυτόβουλων δούλων.)

Αυτός ο λυτρωτικός και  ευλογημένος, αν και παράδοξος, διαχωρισμός της ζωής σε προσωπική και εργασιακή, που παρέχει σε κάποιους τη δυνατότητα να αναπτύξουν μια κάποια προσωπικότητα, δεν ισχύει για όσους έχουν εκχωρήσει τον εαυτό τους, έναντι μισθού, σε κοινωνικές οργανώσεις και κόμματα. Γιατί, ενώ ο απλός μισθωτός μπορεί ίσως, με πολύ κόπο και μόχθο και σκληρή και επίπονη προσπάθεια, να διαχωρίσει το πρόσωπο από τη βίδα, μοιράζοντας επώδυνα έστω τη ζωή του, μεταξύ εργασίας (ανάγκη) και προσωπικής ζωής, ο έμμισθος κομματικός είναι υποχρεωτικά και κατ’ αποκλειστικότητα, βίδα και εξάρτημα του κόμματος, ή της οργάνωσης που τον μισθοδοτεί. Διότι η σχέση του με την εργασία του είναι ταυτόχρονα και ανάγκη και θέληση. Είναι ταυτόχρονα υποδούλωση και ελεύθερη παραχώρηση. Είναι η πιο συνειδητοποιημένη και αυτόβουλη μετατροπή του ατόμου από πρόσωπο σε εξάρτημα - με αντιστοιχία σε αυτή του καριερίστα. Με λίγα λόγια, είναι η πιο πλήρης και απόλυτη αποπροσωποποίηση του ατόμου.

Το πολιτικό ον που εκχωρεί την κοινωνική του δράση έναντι αμοιβής (άρα απόλυτης εξάρτησης) σε ένα κόμμα, ή μια οργάνωση, παύει αυτόματα να είναι πολιτικό ον. Είναι ένας μισθωτός, υποχρεωμένος, όπως όλοι οι μισθωτοί, να ακολουθεί απαράβατα τους κανόνες και τους όρους λειτουργίας της εταιρείας-κόμμα. Για να είναι όπως λέμε “άξιος ο μισθός του”. Κάθε τι που κάνει, κάθε τι που λέει, ακόμα και κάθε τι που σκέφτεται, πρέπει να παράγει μια αξία. Αν, στην περίπτωση της ευρύτερης οικονομίας, ο στόχος είναι η παραγωγή οικονομικού κέρδους, στην περίπτωση των κομμάτων η έμμισθη δράση/εργασία οφείλει να παράγει κομματικό κέρδος. Αν και η γνωστή καραμέλα που πιπιλούν οι έμμισθοι κομματικοί όλων των αποχρώσεων είναι πως μοναδικός σκοπός της δραστηριότητάς τους είναι να παράγουν “κοινωνικό όφελος” δηλαδή κέρδος για την κοινωνία (αλλαγή, επανάσταση, εκσυγχρονισμός, βελτίωση συνθηκών, και χίλιες δυο άλλες ονομασίες του ίδιου σκοπού), στην ουσία πρωταρχικός σκοπός (και μοναδικό κριτήριο για τα κομματικά όργανα) είναι το κομματικό κέρδος.

Τι κάνει έναν μισθωτό να δέχεται ακόμα και απαράδεκτες συμπεριφορές και συνθήκες εργασίας; Η ανάγκη φυσικά. Και ταυτόχρονα, τα στενά περιθώρια που θέτει στο προϊόν που πουλά (το πρόσωπό του) η αγορά και η ζήτηση. Αν μπορεί να βρει κάπου αλλού να πουλήσει την πραμάτεια του, επιλέγει - περιορισμένα μεν αλλά επιλέγει - μεταξύ εταιρειών εκείνη με τις καλύτερες συνθήκες, τον καλύτερο μισθό, κλπ. Αυτή την, έστω απολύτως περιορισμένη επιλογή, δεν την έχει ο έμμισθος των κομμάτων. Τι θα κάνει εκμισθωμένος ιδεολόγος αν οι συνθήκες είναι κακές; Θα πουλήσει την ιδεολογία του στο επόμενο μαγαζί; Όχι. Θα παραμείνει εσαεί σκλάβος της ανάγκης ενός μισθού. Γιατί, αυτό που πάντα ξεκινά ως  εθελοντισμός και αυτόβουλη παραχώρηση, στο τέλος πάντα καταλήγει ως ανάγκη, όταν στην πορεία υπεισέρχεται ο βιοπορισμός.

Η πικρή αλήθεια είναι, πως κανείς δεν μπορεί να παίρνει στα σοβαρά τον λόγο ανθρώπων που έχουν εκχωρήσει το πιο πολύτιμο τμήμα της προσωπικότητάς τους - αυτό της κριτικής τους ικανότητας -, έναντι μισθού σε ένα κόμμα. Κανένας δεν μπορεί να υπολογίζει στον “ελεύθερο λόγο” ανθρώπων που περιμένουν κάθε μήνα το μισθό από τα ταμεία ενός κόμματος για να ζήσουν. Είναι σα να περιμένει από έναν πωλητή, που η ζωή του εξαρτάται από τα πόσα προϊόντα θα πουλήσει, να του πει την αλήθεια για την ποιότητα του προϊόντος που πουλάει!

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Aυστηρώς απαγορευμένο...


... για κουλτουριάρηδες, το "Ανεμολόγιο" αυτής της Κυριακής στον 107,6. Παίζει αποκλειστικώς Ζαμπέτα από τις 2 μέχρι τις 4. Να μην είστε εκεί.

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Ναυαγοί της ελπίδας


Το χειρότερο ήταν πως όλες οι αλλαγές
πέρασαν από πάνω του απαρατήρητες
και κανείς δεν του είπε πως οι σημαίες
ήταν πια κουρελόπανα και καμία αξία
δεν είχε πλέον η πείσμων παρουσία του εκεί 
στο παραμεθόριο φυλάκιο της ελπίδας...

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Εἰς παρθένον λουομένην


Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο͵ χρύσεα μαζῶν
    χρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένη·
πυγαὶ δ΄ ἀλλήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο͵
   ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναι·
τὸν δ΄ ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ
   οὐχ ὅλον Εὐρώταν͵ ἀλλ΄ ὅσον ἠδύνατο.

                                                                        Ρουφίνος

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Τα ωραία αντίγραφα

Σε έναν φωταγωγημένο, γιορτινό δρόμο της πόλης, ένα κενό, συναντάει ένα άλλο κενό. Πιάνονται χαρούμενα απ’ το χέρι και περπατούν, σαν ωραία αντίγραφα των life style περιοδικών. Το βήμα τους λικνιστό και ανάλαφρο, σα να μην τολμούν να αφήσουν το χνάρι τους πάνω στη γη. Λάμπουν, όπως λάμπουν τα νεκρά αστέρια στον ουρανό, που εκατομμύρια χρόνια μετά, θαυμάζουμε τη λάμψη του θανάτου τους. Μόνο που αυτά δεν τα φωταγωγεί ο θάνατος, αλλά το άδειο, που χάσκει μέσα τους και σε κάνει να πιστέψεις πως η ευτυχία, είναι μια φούσκα που μεγαλώνει, όσο ο άνθρωπος αδειάζει από περιεχόμενο και γεμίζει με αέρα κοπανιστό.

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Η Κύπρος έχει μετακομίσει εκτός Λευκωσίας


Σιγά, σιγά η Λευκωσία είχε καταντήσει μια απογοήτευση. Μια κακή αντιγραφή όλων των πιθανών και απίθανων αρνητικών της Αθήνας, με την απαραίτητη στρέβλωση και την κακομούτσουνη μορφή που παίρνουν συνήθως όλα όσα αντιγράφουμε. Μου λένε πως παλιότερα οι άνθρωποι ήταν φιλικοί και φιλόξενοι. Εγώ εκείνους τους ανθρώπους δεν τους γνώρισα, παρά μόνον τους σύγχρονους μεταλλαγμένους - και αυτοί ούτε φιλικοί, ούτε φιλόξενοι είναι. Αντιθέτως, είναι αγενείς όσο και οι κάφροι των Αθηνών και μάλιστα χωρίς τη χάρη και τον αλέγκρο χαρακτήρα των απαράδεκτων από κάθε άποψη Αθηναίων πρώην συμπολιτών μου. Αγενείς και αμπάλατοι που λένε εδώ. Δηλαδή, δύστροποι και δύσθυμοι. Και με επικίνδυνη έλλειψη χιούμορ.

Η απόφασή μου να φύγω από την Αθήνα, μου επιβλήθηκε ως ανάγκη γιατί δεν άντεχα άλλο, όχι την πόλη καθεαυτήν, που ακόμα και μετά από τόση και τόση κακοποίηση που έχει υποστεί από τους άξεστους κατοίκους της, διατηρεί μια ομορφιά που δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με άλλη πόλη στον κόσμο - έφυγα λοιπόν όχι γιατί δεν άντεχα άλλο την πόλη, αλλά τους κατοίκους της. Έλληνες και ξένους. Που οι μεν συναγωνίζονται τους δε σε ασχήμια. (Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά δεν κλείνω τα μάτια μου, ούτε λογοκρίνω τα λόγια μου, λέγοντας άλλα όταν μιλώ με φίλους και γράφοντας άλλα, όπως κάνουν οι πλείστοι των αρθρογράφων, συγγραφέων και μπλόγκερ που γνωρίζω ή έχω γνωρίσει. Οι ξένοι των Αθηνών, από αισθητική άποψη, είναι για μένα η σταγόνα της ασχήμιας που ξεχείλισε το ποτήρι αυτής της κακοποιημένης πόλης. Όχι, δεν φταίνε αυτοί, ούτε και είναι σε θέση να γνωρίζουν πως έφτασαν σε μια πόλη που οι κάτοικοί της είχαν ήδη ασχημονήσει πάνω στο κορμί της σε τέτοιο βαθμό, που η δική τους αισθητική κακοφωνία να είναι τόσο κραυγαλέα πλέον, που γίνεται ανυπόφορη. Υπάρχουν στον κόσμο πόλεις οργανωμένες,  με βαθιά ριζωμένη κουλτούρα, λειτουργικές και τόσο προσεκτικά δομημένες, που η πολυχρωμία των πληθυσμών είναι μια αισθητική νότα αισιοδοξίας - σχεδόν σαν την πινελιά που ολοκληρώνει την ομορφιά του πίνακα. Η Αθήνα δεν είναι μια απ’ αυτές.)

Αυτή την ασχημοσύνη των κατοίκων σε μια πόλη, που είναι τόσο πιο μεγάλη και πιο λυπηρή, όσο πιο όμορφη και ευαίσθητη είναι μια πόλη, τη συνάντησα και στη Λευκωσία. Όπως οι Αθηναίοι, έτσι και οι Λευκωσιάτες, αγαπούν την πόλη τους μόνον όσο τους επιτρέπει να την καταστρέφουν. Όσο τους δίνει τη δυνατότητα να την βασανίζουν και να την εξευτελίζουν. Οι πιο ευαίσθητοι από αυτούς βγαίνουν  και κραυγάζουν (σωστά) και διαμαρτύρονται όταν η Εκκλησία αποφασίζει να φτιάξει έναν καθεδρικό στην παλιά πόλη ( κατά έναν περίεργο τρόπο οι ευαίσθητοι αυτοί εξαντλούν την ευαισθησία τους μόνο στην παλιά, “μουσειακού” χαρακτήρα πόλη, λες και η υπόλοιπη πόλη δεν αξίζει την ευαισθησία τους), αλλά κλείνουν ερμητικά το στόμα και τα μάτια τους όταν μια τράπεζα π.χ. αναγείρει ένα έκτρωμα στην καρδιά, τους πνεύμονες, ή τις αρτηρίες της - ίσως γιατί ένα υπερβολικά μεγάλο ποσοστό εξ αυτών είναι, ή ονειρεύονται να γίνουν, καλοπληρωμένοι και με εξαιρετικά ωφελήματα, τραπεζικοί υπάλληλοι. Οι υπόλοιποι είναι κυβερνητικοί υπάλληλοι. Και μερικοί σκόρπιοι ανάμεσά τους. Γιατί η Λευκωσία κατοικείται κατά κύριο λόγο από τραπεζικούς και κυβερνητικούς υπαλλήλους κι από τις καμαριέρες τους. Και όλοι γνωρίζουμε καλά το επίπεδο, το γούστο, την μόρφωση και τον χαρακτήρα της κυρίαρχης αυτής, υπαλληλικής τάξης.

Η αστυφιλία που χαρακτηρίζει όλους τους κατ’ ουσίαν υπανάπτυκτους λαούς, είναι ένας μαγνήτης που τραβά όλα τα ανάλαφρα, νεόπλουτα στρώματα προς την πόλη, αφήνοντας πίσω τα πιο βαριά, τα ριζωμένα στις συνήθειες και στον τρόπο ζωής του χωριού, στρώματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σε έναν τόσο μικρό τόπο όπως είναι η Κύπρος, σε απόσταση αναπνοής από την ασχήμια της πόλης και των κατοίκων της, να υπάρχουν διάσπαρτοι ακόμα μικροί, δροσεροί παράδεισοι, με χαμογελαστούς, πρόσχαρους ανθρώπους. Που λένε δυνατά καλημέρα το πρωί χαμογελώντας, που χτυπούν την πόρτα σου για να σε γνωρίσουν και να σε καλωσορίσουν στο χωριό τους, παρουσία του “μουχτάρη” και εκπροσώπων του κοινοτικού συμβουλίου, που σου φέρνουν φρέσκα αυγά και ντομάτες και αγγούρια και χαίρονται σαν παιδιά που κάθονται στην αυλή σου και τους κερνάς γλυκά του κουταλιού, σπιτικούς μπακλαβάδες, πίτες με φύλλο ανοιγμένο από τα χέρια σου και το πιο ειλικρινές και γεμάτο παιδικό ενθουσιασμό χαμόγελο.

Η Κύπρος υπάρχει, διατηρείται, αναπνέει και ζει, μόλις δεκαεφτά χιλιόμετρα μακριά από τη Λευκωσία! Η δική μου Κύπρος, εννοείται.


Παράρτημα: Της CYTA τα εννιάμερα

Βέβαια, όσο μακριά κι αν πας, το κράτος - Ουγκάντα (δεν αναφέρομαι στη χώρα, αλλά στο κράτος της, για όσους καταλαβαίνουν) που συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τρομάρα του!) σε ακολουθεί όπου κι αν πας, θέλεις, δεν θέλεις. Η υπέροχη αυτή υπαλληλική τάξη στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, καταφέρνει μια χαρά να χαλάσει τις μέρες σου όπου κι αν βρίσκεσαι. Μια αίτηση μεταφοράς τηλεφώνου από τις 27 Ιουλίου, που κατά μέσο όρο στην Ευρώπη χρειάζεται λίγες ώρες για να γίνει και σε πιο καθυστερημένες χώρες τρεις με τέσσερις εργάσιμες ημέρες, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, η περιβόητη και περιλάλητη CYTA, (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, για να μας δώσει γραμμή, λόγω του ότι εμείς οι (πουστό) καλαμαράδες είμαστε ξένοι υπήκοοι, (πακιστανοί και βάλε), μας κατακρατά ένα υπέρογκο ποσό για εγγύηση!)  χρειάστηκε τέσσερις εβδομάδες, πολλές ώρες συνολικής αναμονής στα, άνω των δεκαπέντε, τηλεφωνήματά μας και μερικά κουτιά zanax, μέχρι να γίνει επιτέλους στις 18/08 η εγκατάσταση. Προσέξτε. Η εγκατάσταση, όχι η σύνδεση! Γιατί για αυτή χρειάστηκε ένας νέος γύρος, πιο έντονων αυτή τη φορά, τηλεφωνημάτων. Διότι τα σαΐνια τεχνικοί της ανεκδιήγητης αυτής υπηρεσίας κατάφεραν το ακατόρθωτο: να μπορούμε να καλούμε, αλλά να μη μπορούν να μας καλούν!!! Ναι, έτσι ακριβώς. Για δυο μέρες (και μετά από τέσσερις σχεδόν εβδομάδες αναμονή), μπορούσαμε μόνο να καλούμε, αλλά δεν μπορούσαν να μας καλούν. Τελικά, μετά από άλλα δύο πρωινά χαμένα στα τηλέφωνα και τις αναμονές και αφού εισπράξαμε πλήθος ασχέτων ερωτήσεων, εξηγήσεων και παραπομπών, σήμερα έδωσε η Παναγία και μπορούμε να καλούμε και να μας καλούν. Αλλά δεν μπορούμε να συνδεθούμε στο internet!.. Nαι, καλά το καταλάβατε. Για να καταφέρουμε να συνδεθούμε εδώ στο internet η CYTA χρειάζεται όσο χρόνο χρειάστηκε η σύνδεση Ρίου - Αντίριου. Και καινούργια τηλεφωνήματα, καινούργια κουτιά zanax, άλλη αναμονή. Αυτή τη στιγμή που γράφω αυτές τις σειρές, περιμένω από κάποια κυρία Έλενα (στην οποία με παρέπεμψε κάποια κυρία Κατερίνα, στην οποία με είχε παραπέμψει κάποια άλλη που είχε μια μεγάλη μπουκιά στο στόμα και μασούσε όταν μου μιλούσε!) που τη βρίσκουμε πληκτρολογώντας 132 - 1 - 4 και που αρνήθηκε να μου πει το επίθετό της, να μου απαντήσει πότε επιτέλους θα έχω internet. Α, και όλα αυτά, με μια χρέωση για την (ταχύτατη βέβαια) μεταφορά, περίπου (αν κάνω λάθος θα σας ενημερώσω μόλις έρθει ο λογαριασμός) 170 ευρώ!!! - Γιατρέ;

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Οικολογικές παρεμβάσεις

Μια μέρα των ημερών
αυτός ο ουρανός πρέπει να σβήσει.
Είναι υπερβολικά γαλάζιος
για μια τόσο γκρίζα πραγματικότητα

Κάποτε θα καταφέρουμε να σβήσουμε
αυτό το ανυπότακτο άρωμα της λεμονιάς
που επιμένει να ειρωνεύεται την ευημερία μας

Την θάλασσα, δόξα τω Θεώ, την χαλάσαμε.
Έγινε ο μεγαλύτερος καθρέφτης μας -
η πιο βρόμικη αναλαμπή της ψυχής μας

Μας μένουν μόνο κάτι λίγα δέντρα να σκοτώσουμε
λίγη ακόμα - ελάχιστη - άγρια πανίδα να εξολοθρεύσουμε
για να κυριαρχήσει επιτέλους ο άνθρωπος,
ο ανθρωπισμός και τα ανθρώπινα ιδεώδη